χαριτόπωλις

χαριτόπωλις
-ώλιδος, ἡ, Α
αυτή που πουλά τις χάρες της, τα κάλλη της, η πόρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -πωλις, θηλ. του -πώλης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”